- φασαμέν
- ταάκλ. (λ. γαλλ.), φορητά ματογυάλια με μικρή λαβή συνήθως επάργυρη: Κάνει τώρα την αριστοκράτισσα· μας βλέπει με φασαμέν και όχι με γυαλιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.